προαποτρέπομαι

προαποτρέπομαι
Α
1. γυρίζω προς άλλο μέρος προηγουμένως, στρέφομαι πίσω προηγουμένως («προαπετράποντο διωκόντες» — σταμάτησαν να καταδιώκουν, Ξεν.)
2. κάνω στροφή για να επιτεθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἀποτρέπομαι «αποφεύγω, γυρίζω πίσω, επιστρέφω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προαπετράπετο — προαποτρέπομαι turn aside before aor ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαπετράποντο — προαποτρέπομαι turn aside before aor ind mid 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”