- προαποτρέπομαι
- Α1. γυρίζω προς άλλο μέρος προηγουμένως, στρέφομαι πίσω προηγουμένως («προαπετράποντο διωκόντες» — σταμάτησαν να καταδιώκουν, Ξεν.)2. κάνω στροφή για να επιτεθώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἀποτρέπομαι «αποφεύγω, γυρίζω πίσω, επιστρέφω»].
Dictionary of Greek. 2013.